Ο “ιχνηλάτης” των εσωρούχων – η λύσσα και το αθεράπευτο πάθος ενός “Φετιχιστή” από την Άντζελα Υζεϊράι

Όμορφα τ’ αντικείμενα που βλέπεις ολόγυρα Μαρτέν; Βλέπω στο βλέμμα σου πως λαμπιρίζουν τα μάτια στην όψη των μεταξωτών, των βελούδινων εσωρούχων, των γαντιών, των κορσέδων, των κυλοττών, των βαμβακερών -αν και φτωχικό για εσένα το βαμβάκι- των δαντελωτών.

Αναταράσσονται τα σωθικά σου, ένα άλγος στην κοιλιά , σαν όνειρο παιδικό να βλέπεις την τουαλέτα της μαμάς σου, να κρύβεσαι στο καταφύγιό σου, στο λαγούμι που σκάβεις και μυρίζει άρωμα γυναίκας.

Να ξεψαχνίζεις το υφαντό, να θολώνουν οι κόρες των ματιών από τις χάντρες, από το σχέδιο, από το κούμπωμα, τις γραμμές, τα κουμπιά, τις τιράντες και την μεθυστική τους ευωδία. Κακόμοιρε Μαρτέν.

Η γύμνια των ανθρώπων είναι αποτρεπτική, είναι άσχημη και απωθητική. Στον Μαρτέν δεν αρέσει η σάρκα που δεν έχει ζωή, που δεν έχει χρώμα να το ακουμπήσει. Τα ρούχα δίχως τον άνθρωπο μπορούν ν’ αναπνεύσουν, μπορεί να αποβούν λιγότερο ζωηρά, όμως,  μέχρι να φθαρθούν και να βουτηχτούν στη γκρίζα μιζέρια τους, σε ωθούν σε μια μέθεξη, στον πνευματικό και τον υλικό κόσμο. Η απόλυτη θεοποίηση των αντικειμένων, της ύλης. Έρωτας στα μάτια ενός «παρανοϊκού» ή κάποιου έλλογου όντος, λάτρη της γυναικείας ομορφιάς, των ρούχων και των στολιδιών; Κι αν είναι έτσι ευτυχισμένος τι λόγο έχουν οι άνθρωποι; Έχει το Άσυλο; Εκείνο τον απάλλαξε θεωρώντας, ύστερα από «ψυχιατρικό έλεγχο», πως είναι κλινικά υγιής, όχι όμως τόσο ώστε να χάσει τη μικρή του «κούκλα βιτρίνας», την Αντουανέτ. Θα αστειευόταν κανείς αν την χαρακτήριζε έτσι. Η Αντουανέτ ήταν η μοναδική γυναίκα που ερωτεύτηκε, η μοναδική που είχε κατανοήσει τις ιδιαίτερες προτιμήσεις του, η γυναίκα που ήταν προικισμένη από την φύση της να “ράβονται” και να “μπαλώνονται” στους μαστούς της η δαντέλα και το μετάξι, ή το κιλοτάκι που θα αναδείκνυε τα θηλυκά σημεία της.

Όντως ο Μισέλ Τουρνιέ αποτύπωσε έναν άνθρωπο που είχε την επήρεια του «Φετίχ» στη φλέβα του; Εκείνου που λαχταρά και ευτυχεί στο άγγιγμα και  την παρατήρηση αντικειμένων; Ήταν κάτι παραπάνω από αυτό.  Ο Μαρτέν, ως ήρωας του Τουρνιέ, αλληγορεί επί θεατρικού σανιδιού, πίσω του ένας κτιστός με πέτρες φούρνους και δύο λεπτά παράθυρα απ’ όπου εισβάλλουν οι ηλιαχτίδες του ήλιου. Παραπαίει από την πραγματική καταπακτή στην παράλογη. Παράδοξα στη ζωή του όλα, ένας άνθρωπος αδύναμος, τρυφερός, γλυκός, με μάτια βρέφους, αντικρίζει τον πόλεμο, βλέπει πως ξεκληρίζονται όλοι οι φίλοι και οι πατριώτες του από τον Γερμανό κατακτητή.

Ο Μάρτεν είναι ένας γάλλος τρόφιμος, ο οποίος εξιστορεί, ανακαλεί και αναβιώνει από μνημονευμένα της ζωής του.  Ύστερα απ’ όσα πέρασε στο Άσυλο, το διαζύγιο της Αντουανέτ –την οποία πάντα θα θυμάται ως εκείνο το λουλούδι που άνθιζε στα χέρια του, με διαστάσεις σώματος που δεν είχε δει σε άλλη γυναίκα, με γωνίες και χαρακτηριστικά που του πύρωναν τη ψυχή, που ανάβραζε τις επιθυμίες του , με εσώρουχα. Αλήθεια η Αντουανέτ δεν ήταν τίποτα δίχως την τουαλέτα, το γάντι και το κιλοτάκι της;

Το έργο αυτό μετουσιώνει την επιθυμία στο ψεύτικο, την εμμονή, τη λαχτάρα, την τρέλα, τον ταραγμένο ψυχισμό του ανθρώπου, τη παραβίαση, ακόμη και κλέφτης και ληστής θα γινόταν για να φοράει η γλυκιά του όλα αυτά τα ενδύματα, και την ψυχή του θα πούλαγε στον διάβολο, μονάχα για να τη βλέπει. Άραγε επέβλεπε, φρόντιζε ποτέ τη δική του εμφάνιση; Αγάπησε ποτέ τον εαυτό του; Αν και δεν το ομολόγησε, ο Μαρτέν μοιάζει να αντιπαθεί το ανδρικό φύλο, στο έργο μοιάζει να διαχωρίζει τα φύλα και να ανυψώνει εκείνο της γυναίκας.  Ο άνδρας στα μάτια του είναι άοσμος, ή μάλλον δύσοσμος, ο δίχως φύση, δίχως γοητεία, δίχως οτιδήποτε ελκυστικό, είναι ένας υπηρέτης, στις δικές του κόρες των ματιών, τίποτα άλλο. Τα θέματα που θίγονται είναι πολλαπλά, είναι πολύπτυχα. Πραγματικότητα-πλάνη, εκείνος κατοικεί στον δικό του χωροχρόνο, άνδρας-γυναίκα – όχι πως προκύπτει ομοφυλοφιλικό ζήτημα, όχι, απλώς είναι ερωτευμένος με την «ομορφιά», την υλική, που από μόνη της κάποια στιγμή πεθαίνει – αποξένωση από την κοινωνία που τον χλευάζει, τον έρωτα, τους ανθρώπους, αυτά θίγει και θίγονται.

Ο ήρωας αυτός μπορεί για κάποιους να θεωρείτο ανώμαλος, όλοι όμως, δίχως να βλάπτουμε κάποιον, έχουμε μια αδυναμία στα αντικείμενα, ίσως λίγο πιο ήπια επιθυμία, αλλά σίγουρα δεν θα μπορούσαμε να ζήσουμε δίχως ένα βιβλίο, το κινητό, το στυλό, δεν σημαίνει πως θα πεθαίναμε, αλλά μας είναι πολύτιμα. Από μια άλλη σκοπιά, κάποιος θα μπορούσε να νιώθει οίκτο γι’ αυτόν τον ανθρωπάκο. Έμεινε μόνος, μιλάει μόνος, και εξομολογείτε, δίχως να μετανοεί.

Τον διώχνουν ακόμη και από το Άσυλο, έχασε την Αντουανέτ, δεν έχει ζωή, δεν έχει χρήματα, έχει όμως, με τη φαντασία του, την πολύχρωμη προίκα του, σύνολα και πληθώρα εσωρούχων σε μια σιδερένια κρεμάστρα, θα μπορούσε να είναι ευτυχέστερος τώρα; Θα μπορούσε, δεν είναι, δεν είναι. Έτσι μελετά ξανά και ξανά τη ζωή του, δεν είναι θέατρο του παραλόγου, είναι ένας μονόλογος που σε μια αναβολή του παρόντος κάνει μια αναδρομή στα άδυτα της ψυχής του.

Συγκινεί, προκαλεί γέλιο σε μια φερόμενη κωμωδία με πολλά αινίγματα και πολλούς προβληματισμούς.

Ο Τουρνιέ τον φαντάστηκε, τον οραματίστηκε καθαρό και ξάστερο. Λίγο κοντό, καθόλου άτρωτο, ευγενικό, αλλά και είρωνα στα σιγανά. Μια φιγούρα αστεία, με καπέλο, μουστάκι κοφτό, συμμαζεμένο, φοβισμένο, αλλά και ελεύθερο στην χαρά του, στην «ηδονή» του. Ένα έργο πεζό, ποιητικό κάπου κάπου, που είχε ροή, ώθηση, γλαφυρότητα και ουσία στα νοήματά του, στους συμβολισμούς του. Πρόκειται ένα από τα αριστουργήματα του συγγραφέα, προσεγμένο, δομημένο και ιδιαίτερο, σα να εισβάλλει για λίγο στα έγκατα του ψυχισμού του ήρωα.

Ο Ντίνος Ποντικόπουλος, σαν Μαρτέν, κατείχε την αρμοστή φυσιογνωμία του ήρωα. Εάν κάποιος διάβαζε το έργο του «Φετιχιστή», στον χαρακτήρα και τη φιγούρα του ήρωα, και στην ύστατη όψη του ηθοποιού, σίγουρα θα ταίριαζαν τα πρόσωπα, το ύφος, η κίνηση, ο τρόπος προσέγγισης του ερμηνευτή. Ο ίδιος, σε έναν μονόλογο δίχως βοηθητικούς ρόλους, υποδύθηκε μάλιστα τον διευθυντή, τον γιατρό, την Αντουανέτ -το παρελθόν του ήρωα ξεκινά από την Αντουανετ, οπότε δεν γνωρίζουμε αν αυτή η εμμονή υπήρξε και πρότερα- σε αυτήν την εναλλαγή επιτυγχάνει την ένταση, το χρώμα και την έξαψη της φαντασίας, δίχως να είναι μια μονότονη, ευθύγραμμη κατεύθυνση δρώμενου δίχως προορισμό. Ο Ντίνος Ποντικόπουλος «εντρύφησε» στον ρόλο, του έδωσε ζωή, πνοή, φως, μορφή και προσωπικότητα. Με ηχόχρωμα στη φωνή του, με κινήσεις συντονισμένες και σημασιολογικές. Διήγειρε ενδιαφέρον και συναίσθημα, είτε λυπηρό είτε εύθυμο. Χωρίς παραλήψεις και λάθη, επέτυχε μιαν άρτια παραβολή, με πολλά υποκριτικά, αληθοφανή τεχνάσματα.

Ένα μεγάλο κομμάτι της παράστασης καταλογίζεται στον Νίκο Αρμάο, ο οποίο με τον μονομελή θίασό του ώθησε, καθόρισε, σχημάτισε και ενσάρκωσε το έργο στο πρόσωπο του ηθοποιού. Σε κάθε του κίνηση, έκφραση, πνοή και εκπνοή, δράση και αντίδραση, συνέβαλλε με τον πιο έντεχνο και ακριβή τρόπο. Με την συμβολή του είχαμε το εκτιμητικό αυτό αποτέλεσμα της σκηνής.

Ένα έργο, μια παράσταση που αξίζει να μνημονεύεις ή να φρεσκάρεις στη μνήμη σου, καθώς απαιτεί στοχασμό, σκέψη, έρευνα, αναζήτηση, μπορεί να ταυτιστείς ανακαλύπτοντας τις εμμονές που έχεις ή δεν ανακάλυψες ακόμη. Κατανοεί κανείς πως τέτοιου είδους εμμονές δεν καταλήγουν αίσια, διότι για να υποστηρίζεις τα πάθη σου, πρέπει να είσαι μόνος σου, όπως αυτός ο άνθρωπος επί σκηνής, μόνος του, είτε με τα εσώρουχα είτε με την ψυχή στα χέρια.

Μία παραγωγή της ομάδας Αστροναύτες
Παίζει ο Ντίνος Ποντικόπουλος